- αιματοκόβω
- και -κόφτω1. παθαίνω εκχύμωση τού αίματος από χτύπημα2. φοβίζω, τρομάζω κάποιον, τού «κόβω το αίμα»3. τρομάζω, τρομοκρατούμαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα + κόβω.ΠΑΡ. αιματόκομμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αιματοκοπώ — χτυπώ, μελανιάζω, αιματοκόβω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα, ατος + παραγωγ. κατάλ. κοπώ*] … Dictionary of Greek
αιματόκομμα — το [αιματοκόβω] εκχύμωση τού αίματος από χτύπημα ή συμπίεση … Dictionary of Greek
ματοκόβω — μαυρίζω ή μελανιάζω εξαιτίας κάποιου χτυπήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἱματοκόβω < αἷμα, αἵματος + κόβω] … Dictionary of Greek